σκεύος

σκεύος
-ους, το / σκεῡος -εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α
κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι κατὰ τὴν οἰκίαν πλανωμένη», Αριστοφ.)
2. φρ. α) «επιτραπέζια σκεύη» — όλα τα απαραίτητα για την παράθεση γεύματος σκεύη
β) «ιερά σκεύη»
εκκλ. τα καθιερωμένα από τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ειδικά αντικείμενα για την τέλεση τών μυστηρίων και ιδιαίτερα τής Θείας Λειτουργίας, όπως είναι λ.χ. το ποτήριο, ο δίσκος, το αρτοφόριο, ο αστερίσκος, η λαβίδα, η λόγχη, το ζέον
γ) «σκεύος εκλογής»
μτφ. ο απόστολος Παύλος, τον οποίο ο Ιησούς επέλεξε για τη διάδοση τής πίστης
νεοελλ.
φρ. α) «μαγειρικά σκεύη» — οτιδήποτε χρησιμεύει στη μαγειρική, όπως είναι λ.χ. οι χύτρες, τα πιάτα, τα κουταλομαχαιροπίρουνα
β) «σκεύος ηδονής» — η γυναίκα όταν αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως μέσο που προσφέρει σεξουαλική ηδονή στους άνδρες
αρχ.
1. κάθε άψυχο αντικείμενο, σε αντιδιαστολή με το ζώο ή το σώμα
2. το σώμα, επειδή περιέχει την ψυχή
3. το αιδοίο
4. η σαρκοφάγος
5. ο εξαρτισμός, η αρματωσιά τού πλοίου («σκεύη τριηρικά» — η εξαρτία τριήρους, Δημοσθ.)
6. (κυρίως στον πληθ. με περιληπτική σημ.) τὰ σκεύη
α) η οικοσκευή σε αντιδιαστολή προς τα ζώα και την ακίνητη περιουσία («καὶ τὰ σκεύη πάλιν εἰς τὸν ἀγρὸν νυνὶ χρὴ πάντα κομίζειν», Αριστοφ.)
β) τα απαραίτητα είδη ενός φαρμακείου
γ) τα απαραίτητα στρατιωτικά είδη και αντικείμενα («τὰ περὶ τὸ σῶμα σκεύη», Θουκ.)
δ) (γενικά) οι αποσκευές και ειδικότερα οι στρατιωτικές αποσκευές (α. «τί δῆτ' ἐδει με ταῡτα τὰ σκεύη φέρειν», Αριστοφ.
β. «ὄνοι αὐτοῑς σκεύεσι» — όνοι μαζί με τα φορτία τους, Ξεν.)
ε) (κατά τον Πρωταγ.) τα ουδέτερα ονόματα, επειδή οι ονομασίες τών οργάνων είναι γένους ουδετέρου («ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη», Αριστοτ.)
6. φρ. α) «γεωργικά σκεύη» — τα γεωργικά εργαλεία
β) «σκεῡος ὑπηρετικόν» — άτομο που χρησιμεύει ως απλό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος τού καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με λιθουαν. šau-ju «πυροβολώ, χτυπώ, σπρώχνω», αρχ. άνω γερμ. sciozan «πυροβολώ», όπως και η αναγωγή στην ΙΕ ρίζα *(s)keu- «ετοιμάζω, εκτελώ», παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκεῦος — vessel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεύος — το 1. κάθε κινητό πράγμα (εργαλείο, έπιπλο κτλ.) χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου: Νοίκιασα ένα σπίτι εξοπλισμένο με οικιακά σκεύη. 2. φρ., «σκεύος της ψυχής», το σώμα μας. 3. «ιερά σκεύη», τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στις διάφορες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ζερβός, Σκεύος — (Κάλυμνος 1875 – Αθήνα 1966). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Βιέννης. Αρχικά, εργάστηκε ως βοηθός και κατόπιν ως επιμελητής στον Ευαγγελισμό. Ταξίδεψε έπειτα στις ΗΠΑ …   Dictionary of Greek

  • δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… …   Dictionary of Greek

  • κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • κατάσκευος — κατάσκευος, ον (Α) φρ. «κατάσκευος οἶκος» σπίτι με όλα τα απαραίτητα έπιπλα και σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α παρά σκευος, έν σκευος] …   Dictionary of Greek

  • κουφόσκευος — κουφόσκευος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ελαφρά οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α προ παρά σκευος, ομοιό σκευος] …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”